- φυσητικός
- -ή, -ό / φυσητικός, -ή, -όν, ΝΑ [φυσῶ]νεοελλ.ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φύσημα κάποιου οργάνου τού σώματοςαρχ.(για τρόφιμα) αυτός που προκαλεί φύσημα, φούσκωμα στα έντερα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυσητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φύσημα, που είναι του φυσήματος: Φυσητικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσητικά — φυσητικός causing flatulency neut nom/voc/acc pl φυσητικά̱ , φυσητικός causing flatulency fem nom/voc/acc dual φυσητικά̱ , φυσητικός causing flatulency fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσητικόν — φυσητικός causing flatulency masc acc sg φυσητικός causing flatulency neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσητικοῖς — φυσητικός causing flatulency masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσητική — φυσητικός causing flatulency fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσητικῶς — φυσητικός causing flatulency adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)